Η αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης λόγω μη καταβολής της δικαστικής αποζημίωσης εντός δεκαοκταμήνου προστατεύει τον ιδιοκτήτη του ακινήτου που απαλλοτριώνεται.
Σύμφωνα με το άρθρο 17§4 του Συντάγματος, η αποζημίωση που ορίστηκε λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της αποφάσεως για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημιώσεως και σε περίπτωση απευθείας αιτήσεως για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως από τη δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως.
Η διάταξη αυτή έχει σκοπό να προστατεύσει το συμφέρον του καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδοκτήτη του ακινήτου που απαλλοτριώνεται έτσι ώστε να μην μένει για μεγάλο χρονικό διάστημα εκκρεμής η απαλλοτρίωση του ακινήτου και να προκαλείται βλάβη λόγω της δεσμεύσεως της ιδιοκτησίας.
Για την περίπτωση που ο καθ’ ου ιδιοκτήτης επιθυμεί τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου του, ο κοινός νομοθέτης έχει θεσπίσει συγκεκριμένη διαδικασία που οδηγεί στην αναβίωση της απαλλοτριώσεως που είχε αρθεί αυτοδικαίως. Συγκεριμένα:
Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως, εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από την δημοσίευση της αποφάσεως προσωρινού καθορισμού της αποζημιώσεως και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως,
Η αρμόδια διοικητική αρχή υποχρεούται, εφόσον το αιτηθεί ο θιγόμενος ιδιοκτήτης, να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από την λήξη της προθεσμίας του δεκαοκταμήνου πράξη που να βεβαιώνει την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Εάν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου επιθυμεί τη διατήρηση της απαλλοτριώσεως που έχει αρθεί αυτοδικαίως, έχει το δικαίωμα μέσα σε ένα έτος από την παρέλευση της προθεσμίας του δεκαοκταμήνου να υποβάλει αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρμόδια διοικητική αρχή και να ζητήσει τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης και την καταβολή της προσδιορισμένης δικαστικής αποζημιώσεως.
Η αποδοχή του αιτήματος του ιδιοκτήτη να διατηρηθεί η απαλλοτρίωση εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια της διοικητικής αρχής, η οποία σταθμίζει ως υπόχρεη για την καταβολή της αποζημιώσεως την σκοπιμότητα του έργου και γενικότερα το δημόσιο συμφέρον για την διατήρηση της απαλλοτριώσεως και αποφασίζει επ’ αυτού κυριαρχικά.
Δηλαδή, η απόφαση της διοικήσεως για τη διατήρηση της απαλλοτριώσεως δεν συνιστά δέσμια αρμοδιότητα για τη διοικητική αρχή, αλλά ανήκει ρητά στη διακριτική της ευχέρεια με βάση το δημόσιο συμφέρον και την σκοπιμότητα του έργου.
Επομένως και σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του άρθρου 39§3 του Ν. 4024/2011 δεν αρκεί μόνη η υποβολή από τον θιγόμενο ιδιοκτήτη δηλώσεως για τη διατήρηση της αυτοδικαίως αρθείσας απαλλοτριώσεως, αλλά πρέπει επιπροσθέτως το σχετικό αίτημά του να γίνει αποδεκτό από τη διοικητική αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση, χωρίς να τίθεται κάποια προθεσμία μέσα στην οποία η διοίκηση θα πρέπει να γνωστοποιήσει την απάντησή της στον αιτούντα. Συνεπώς θα ισχύσει η προθεσμία των πενήντα (50) ημερών κατά το άρθρο 4§1 εδάφ. α` του ν. 2690/1999 περί Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας
Αν το αίτημα του ιδιοκτήτη του ακινήτου καθ’ ου η απαλλοτρίωση γίνει δεκτό από τη διοικητική αρχή, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημιώσεως, αλλά θα ισχύσει η ήδη καθορισμένη δικαστική αποζημίωση, ούτε ο δικαιούχος της αποζημιώσεως μπορεί να αξιώσει τόκους υπερημερίας.
Είναι προφανές ότι με την ανωτέρω ρύθμιση ο νομοθέτης επεμβαίνει, αφενός μεν στο ανώτατο ύψος της ήδη καθορισμένης αποζημιώσεως, αποκλείοντας στον καθ’ ου την δυνατότητα να ζητήσει τον δικαστικό επανακαθορισμό της αποζημίωσης σε μεγαλύτερο ύψος με βάση την επίκαιρη αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου του, αφετέρου δε, στους τόκους υπερημερίας που θα οφείλοντο σε περίπτωση εγέρσεως εκ μέρους του ιδιοκτήτη καταψηφιστικής αγωγής για την επιδίκαση της αποζημιώσεως. Το κατά ποσό αυτή η επέμβαση είναι ανεκτώς συνταγματική δεν έχει ακόμη κριθεί.
Το σίγουρο είναι ότι ο νομοθέτης επιδιώκει να περιορίσει το πρόσθετο οικονομικό κόστος εξαιτίας της επανακηρύξεως της απαλλοτριώσεως και του καθορισμού αυξημένων, λόγω του μεταγενέστερου χρόνου υπολογισμού τιμών μονάδας, χωρίς να παραβλέπεται και η μείωση του κύρους του Δημοσίου ή άλλων δημόσιων φορέων, υπέρ των οποίων κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν καταλάβει τις εκτάσεις που απαλλοτριώθηκαν, δίχως να πληρώσουν την αποζημίωση, όπως αυτά διατυπώνονται στην ίδια 23η σελίδα της αιτιολογικής αυτής εκθέσεως.
Σύμφωνα με τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων η αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτριώσεως δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθεί από τον ιδιοκτήτη του βαρυνόμενου ακινήτου, ο οποίος και μόνο νομιμοποιείται να προτείνει την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης, διότι οι σχετικές διατάξεις αποβλέπουν στην προστασία του συμφέροντος του ιδιοκτήτη να μη παραμένει η σε βάρος του αναγκαστική απαλλοτρίωση εκκρεμής και μετέωρη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Κατά συνέπεια, η προθεσμία αυτή του ενός έτους από την παρέλευση της προηγηθείσης δεκαοκτάμηνης προθεσμίας καταβολής της αποζημίωσης ούτε αποκλείει την κατά τη διάρκειά της υποχρέωση καταβολής της αποζημιώσεως που προσδιορίστηκε οριστικά ούτε, στην περίπτωση άπρακτης παρελεύσεώς της, επιφέρει απόσβεση της αξιώσεως αποζημιώσεως από την πιο πάνω αιτία για τον δικαιούχο, που όχι μόνο δεν την επικαλείται αλλά, αντίθετα, ασκεί αγωγή επιδικάσεως της εν λόγω αποζημιώσεως που έχει καθοριστεί ή εκδίδει διαταγή πληρωμής ως τίτλο για την είσπραξη αυτής (Ολ.ΑΠ 12/2018, Ολ.ΑΠ 7/2007, ΑΠ 810/2020, ΑΠ 1630/2018, ΑΠ 498/2017, ΑΠ 754/2011).
Με τη νεώτερη διάταξη του άρθρου 131§1 Ν. 4070/ 2012 (ΦΕΚ 82/Τεύχος Α/10-4-2012) προστέθηκε η παράγραφος 10 του άρθρου 20 του ν. 2882/2001, σύμφωνα με την οποία, εφόσον η απαλλοτρίωση έχει αρθεί αυτοδικαίως, κατ` εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 11 ή ανακλήθηκε νόμιμα, κατ’ εφαρμογήν της παρ. 1 του άρθρου 11, δεν υφίσταται δικαίωμα του καθ’ ου η απαλλοτρίωση για την έγερση καταψηφιστικής αγωγής με αντικείμενο την καταβολή της οριστικής αποζημιώσεως.
Ωστόσο, στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 146 του ίδιου νόμου 4070/2012, στην οποία προσδιορίζονται ποιες από τις νέες διατάξεις εφαρμόζονται αποκλειστικά στις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται από την έναρξη της ισχύος του νόμου και εφεξής (παρ. 1) και ποιες εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών απαλλοτριώσεων (παρ. 9), το τροποποιημένο άρθρο 20 του ν. 2882/2001 δεν αναφέρεται ρητά ότοι έχει εφαρμογή στις εκκρεμείς απαλλοτριώσεις (Ολ.ΑΠ 12/2018, ΑΠ 810/2020, ΑΠ 1630/2018).
Ας δούμε μία πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου κατά το ενδιαφέρον τμήμα της σχετικά με το ζήτημα ποιος μπορεί να προβάλει την αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης εντός της νόμιμης προθεσμίας των δεκαοκτώ μηνών από τον προσωρινό ή οριστικό προσδιορισμό της με δικαστική απόφαση.
Την απόφαση αυτή μπορείτε να αναζητήσετε για πληρέστερη ενημέρωση στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου όπου και δημοσιεύτηκε.
«Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 632 παρ. 2 εδ. 2 του ΚΠολΔ, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά ως προς τα πραγματικά γεγονότα κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αναφορικά με την αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Προς εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου εκδόθηκε η πράξη αναλογισμού αποζημίωσης ρυμοτομούμενων οικοπέδων για τη διάνοιξη τμημάτων των οδών μεταξύ Ο.Τ., η οποία κυρώθηκε με την απόφαση του Νομάρχη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου.
Με την ως άνω πράξη ορίσθηκαν οι απαλλοτριούμενες ιδιοκτησίες, οι υπόχρεοι και οι δικαιούχοι αποζημίωσης για κάθε ιδιοκτησία. Μεταξύ των οικοπέδων που απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας είναι τα οικόπεδα των καθ’ ων η ανακοπή συνολικού εμβαδού μέτρων τετραγωνικών, εκ των οποίων για μέτρα τετραγωνικά υπόχρεος προς αποζημίωση ορίσθηκε ο ανακόπτων Δήμος.
Με την υπ’ αριθ. απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου καθορίσθηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης των απαλλοτριωθέντων ακινήτων στο ποσό των € ανά τετραγωνικό μέτρο.
Ακολούθως με την υπ’ αριθ. απόφαση του ιδίου άνω Δικαστηρίου οι καθ ων η ανακοπή αναγνωρίσθηκαν δικαιούχοι της καθορισθείσας αποζημίωσης ανάλογα με το ποσοστό της συνιδιοκτησίας τους επί των ανωτέρω ακινήτων.
Κατόπιν, μετά από αίτησή τους, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την οποία διατάχθηκε ο ανακόπτων Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης να καταβάλει στις καθ’ ων η ανακοπή το ποσό των € εντόκως από την επίδοση της ανωτέρω μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και το ποσό των € για δικαστική δαπάνη έκδοσης της διαταγής πληρωμής.
Από τη δημοσίευση της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου με την οποία καθορίσθηκε η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης παρήλθε χρονικό διάστημα ενάμισι έτους, χωρίς στο διάστημα αυτό να έχει συντελεστεί η αναγκαστική απαλλοτρίωση των ακινήτων των καθ’ ων η ανακοπή με την εκ μέρους του ανακόπτοντος Δήμου προσήκουσα καταβολή της αποζημίωσης, οπότε σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη μείζονα νομική πρόταση επήλθε αυτοδικαίως η άρση της απαλλοτρίωσης.
Οι καθ’ ων η ανακοπή δεν υπέβαλαν μέσα σε ένα έτος από την παρέλευση της προαναφερόμενης προθεσμίας αίτηση και υπεύθυνη δήλωση στην αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση για τη διατήρηση της τελευταίας.
Κατά το χρόνο που οι νυν καθ’ ων η ανακοπή υπέβαλαν αίτηση και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είχε ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα ενάμισι έτους από τη δημοσίευση της απόφασης του καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης, χωρίς εντός αυτού να συντελεστεί η απαλλοτρίωση, η οποία ήρθη αυτοδικαίως, αφού οι προαναφερόμενοι δεν υπέβαλαν κατόπιν εντός ενός έτους από την πάροδο του ενάμισι έτους αίτηση και υπεύθυνη δήλωση για διατήρηση της απαλλοτρίωσης.
Η αυτοδίκαιη αυτή άρση της απαλλοτρίωσης, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη μείζονα νομική πρόταση, αποβλέπει μόνο στο συμφέρον των καθ’ ων η ανακοπή – καθ’ ων ιδιοκτητών του ακινήτου της απαλλοτρίωσης και ως εκ τούτου μπορεί να προταθεί μόνο από τις τελευταίες και όχι από τον ανακόπτοντα Δήμο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και υπόχρεο σε καταβολή αποζημίωσης.
Η ανωτέρω κρίση ενισχύεται και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4024/2011, όπου στο άρθρο 39§ 3, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 11§3 του ν. 2882/2001 (Κ.Α.Α.Α.), ρητά αναφέρεται «ότι σκοπός της συνταγματικής ρύθμισης, κατά τη νομολογία, είναι η προστασία του ιδιοκτήτη και μόνο αυτός μπορεί να επικαλεστεί την άρση και όχι ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση«.
Επομένως, οι δεύτερος λόγος της ανακοπής και δεύτερος πρόσθετος λόγος πρέπει να απορριφθούν, διότι ο ανακόπτων Δήμος δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να προβάλει με αυτούς την άρση της απαλλοτρίωσης».
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι ο ήδη αναιρεσείων Ο.Τ.Α. δεν νομιμοποιείτο να προτείνει τον ως άνω λόγο της ένδικης ανακοπής του και ορθά, επομένως, απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ο λόγος αυτός, με τον οποίο ο αναιρεσείων ζήτησε την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενος ότι χωρίς νόμιμη αιτία εκδόθηκε η διαταγή αυτή πληρωμής, αφού κατά το χρόνο που ζητήθηκε η έκδοσή της είχε ήδη αρθεί αυτοδικαίως η αναγκαστική απαλλοτρίωση του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων, λόγω παρόδου της 18μηνης προθεσμίας από την έκδοση της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την οποία καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδος του ακινήτου τους.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο με συνέπεια να απορρίψει το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, δεν παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ούτε εκ πλαγίου δηλ. αυτές των άρθρων 17 παρ. 4 του Συντάγματος, 7 παρ. 1 και 11 παρ. 3 του ν. 2882/2001, όπως η τελευταία τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 3 α’ του ν. 4024/2011, 20 παρ. 10 του ν. 2882/2001 και των άρθρων 131 παρ. 1και 146 παρ. 9 του ν. 4070/2012, αλλά διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή τους και, έτσι, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού κατά τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, δεν μπορούσε ο αναιρεσείων να προτείνει ως λόγο ακύρωσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων, επειδή παρήλθε άπρακτη η προβλεπόμενη για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης προθεσμία του ενάμισι έτους από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό καθορισμό της αποζημίωσης.
Η θέση αυτή πέρα από τα προαναφερόμενα είναι σύμφωνη και με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4024/2011, σχετικά με την αντικατάσταση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 2882/2011 δια της παρ. 3α του άρθρου 39 του ν. 4024/2011, στην οποία ρητά αναφέρεται «ότι σκοπός της συνταγματικής ρύθμισης, κατά τη νομολογία, είναι η προστασία του ιδιοκτήτη και μόνον αυτός μπορεί να επικαλεστεί την άρση και όχι ο υπέρ ού η απαλλοτρίωση» (σελ. 23 της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4024/2011) και ενισχύεται και από το άρθρο 74 του ν. 4530/30-3-2018, με το οποίο αντικαταστάθηκε το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 2882/200, όπως αυτή είχε αντικατασταθεί με την παρ. 3α του άρθρου 39 του ν. 4024/2011, που ψηφίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο αυτό και που έχει ως ακολούθως «Κατ` εξαίρεση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου στις περιπτώσεις που υφίσταται κατάληψη του ακινήτου κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει δήλωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης μέχρι 31-12-2018 με την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών από το χρόνο που έχει επέλθει η αυτοδίκαιη άρση αυτής. Στην περίπτωση αυτή η δήλωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από την αρχή που έχει κηρύξει την απαλλοτρίωση, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου.».
Επομένως, είναι αβάσιμοι οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο, κατά παράβαση των προαναφερόμενων οικείων νομικών διατάξεων, δέχθηκε ότι: Α) ο αναιρεσείων δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να προβάλει την άρση της απαλλοτρίωσης και Β] ότι, σε κάθε περίπτωση, στην ερευνώμενη υπόθεση, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 20 παρ. 10 του ν. 2882/2001, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 131 παρ. 1 του ν. 4070/2012, με την οποία τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 10 του ν. 2882/2001 και ορίστηκε ότι «Εφόσον η απαλλοτρίωση έχει αρθεί αυτοδικαίως, κατ` εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 11 ή ανακλήθηκε νομίμως, κατ` εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 11, δεν υφίσταται δικαίωμα του καθ` ου η απαλλοτρίωση για την έγερση καταψηφιστικής αγωγής με αντικείμενο την καταβολή της οριστικής αποζημίωσης», καθόσον και η εν λόγω ρύθμιση, η οποία καθιστά παραδεκτή την προβολή της αυτοδικαίως επελθούσας άρσεως της απαλλοτριώσεως ως αμυντικού ισχυρισμού του υπέρ ου η απαλλοτρίωση και υποχρέου προς καταβολή της αποζημιώσεως για την αντίκρουση σχετικής αγωγής του καθ’ ου η απαλλοτρίωση προς επιδίκαση της αποζημιώσεως, λόγω της απαλλοτριώσεως, εφαρμόζεται, κατά την σύμφωνη με το Σύνταγμα διάταξη του άρθρου 146 παρ. 1 του ως άνω νόμου (4070/2012), στις απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν μετά την έναρξη ισχύος αυτού (10-4-2012) και, επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής στη ένδικη περίπτωση κατά την οποία, και καθ` ομολογία του αναιρεσείοντος, η απαλλοτρίωση κηρύχθηκε πριν από την 10-4-2012. «