Άρση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής αποζημίωσης

μη καταβολή αποζημίωσης & άρση απαλλοτρίωσης

Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου αίρεται εφόσον η αποζημίωση δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από την έκδοση της δικαστικής απόφασης προσδιορισμού της.

Δικαστική απόφαση από την  οποία ξεκινά η προθεσμία των δεκαοκτώ μηνών για την καταβολή της αποζημίωσης είναι εκείνη η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που καθορίζει την προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης για το ακίνητο που έχει τεθεί υπό απαλλοτρίωση.

Σε περίπτωση που ο δικαιούχος της αποζημίωσης επιλέξει να προσφύγει απευθείας στο Εφετείο για να προσδιοριστεί απευθείας η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης, τότε η προθεσμία των δεκαοκτώ μηνών ξεκινά από την έκδοση της απόφασης του Εφετείου.

Η προθεσμία των δεκαοκτώ μηνών είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη ως η «τελευταία σανίδα σωτηρίας» για τον ιδιοκτήτη ακινήτου που δεν έχει ικανοποιηθεί από το ποσό της αποζημίωσης, για τον ιδιοκτήτη που ταλαιπωρείται επί χρόνια για να εισπράξει την αποζημίωση, για τον ιδιοκτήτη που δεν επιθυμεί την αποζημίωση αλλά θα προτιμούσε να διατηρήσει (όσο το δυνατόν περισσότερο, διότι υπάρχει πάντα η δυνατότητα της επανακήρυξης της απαλλοτρίωσης) το ακίνητό του, καθώς και για τον ιδιοκτήτη του ακινήτου του οποίου η αξία ανατιμήθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε από τη δικαστική απόφαση με συνέπεια η είσπραξη της αποζημίωσης να μην είναι συμφέρουσα.
Παγίδα για τους ιδιοκτήτες: Προσοχή, ως εμπρόθεσμη καταβολή της αποζημίωσης που αποκλείει την άρση της απαλλοτρίωσης νοείται και η παρακατάθεσή της στο Ταμείο Παρακαταθηκών εφόσον ακολουθήσει και δημοσίευση περί παρακαταθήκης στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως εντός των δεκαοκτώ μηνών.
Εφόσον παρέλθει το δεκαοκτάμηνο, ο ιδιοκτήτης του ακινήτου δύναται να ζητήσει την άρση της απαλλοτρίωσης με διαδικασία που θα δούμε σε επόμενη δημοσίευσή μας.
Επίσης σε επόμενη δημοσίευση θα δούμε και αν προβλέπεται αποζημίωση για τον ιδιοκτήτη που στερήθηκε το ακίνητο του για όσο διάστημα ίσχυσε η απαλλοτρίωση

Ας τα δούμε όλα αυτά μέσα από ένα απόσπασμα δικαστικής απόφασης:

Μετά την κύρωση της με απόφαση του νομάρχη, η πράξη εφαρμογής γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτοχρόνως και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 7 περ. αʼ του ν. 1337/1983 (και αντιστοίχως του άρθρου 48 παρ. 7 περ. αʼ του από 14/2771999 ΠΔ -ΚΒΠΝ), με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι αναφερόμενες σε αυτήν μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από εκείνες για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του ν.δ. από 177/16.8.1923 και του ν.δ. 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (ήδη του ν. 2882/2001 – «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων»).

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι μεταβολές που συνίστανται σε εισφορά σε γη, με την αφαίρεση τους και τη διάθεση τους για τους προβλεπόμενους στο νόμο σκοπούς, (άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 947/1979 – άρθρο 8 παρ. 8 του ν. 1337/1983 -άρθρο 45 παρ. 8 ΚΒΠΝ). Με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι μεταβολές της κατηγορίας αυτής στις ιδιοκτησίες.

Στη δεύτερη κατηγορία μεταβολών ανήκουν εκείνες που αφορούν προσκυρώσεις, τακτοποιήσεις και ρυμοτομήσεις ή και δεσμεύσεις ιδιοκτησιών, πέραν της οφειλόμενης εισφοράς σε γη.

Οι επεμβάσεις αυτές, εφόσον συνίστανται σε αναγκαστικές αφαιρέσεις ιδιοκτησιών ή τμημάτων ιδιοκτησιών επιπλέον εκείνων που περιλαμβάνονται στην καθορισμένη έκταση εισφοράς σε γη, δεν ολοκληρώνονται με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής, αλλά, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος, θα πρέπει να προηγηθεί η πλήρης αποζημίωση των θιγόμενων ιδιοκτησιών και μόνο μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης των εν λόγω ακινήτων, με την καταβολή της αποζημίωσης ή τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προκατάθεσής της, επέρχεται μεταβολή της πρώτης κατηγορίας αυτής.

Εξάλλου, κατά το εδάφιο τέσσερα (4) της παραγράφου τέσσερα του άνω άρθρου (17), «η αποζημίωση που ορίσθηκε (για την στέρηση ιδιοκτησίας) καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος (δεκαοκτώ μήνες) από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης , από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως».

Η τελευταία διάταξη επαναλαμβάνεται στο άρθρο 11 § 1 του ν.δ. 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (και ήδη πλέον στο άρθρο 11 §3 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων « – Κ.Α.Α.Α ν. 2882/2001).

Στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 11 του ν.δ. 797/1971 ορίζεται ότι «ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η κηρύξασα αύτην αρχή υποχρεούται όπως εντός διμήνου εκδώσει πράξη, βεβαιούσα την επελθούσαν ανάκληση και δημοσιευομένην διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, δύναται πας ενδιαφερόμενος να ζητήσει, κατά την υπό του παρόντος οριζόμενη ειδική διαδικασία περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, βεβαιούσας την ανάκληση, καλουμένου εις την δίκη του υπέρ ου η αναγκαστική απαλλοτρίωση και του Δημοσίου» (αντίστοιχη ρύθμιση, καθορίζουσα τετράμηνη προθεσμία για την έκδοση βεβαιωτικής πράξης από την αρμόδια αρχή, περιλαμβάνεται στις παραγράφους 3 και 4 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων «- Κ.Α.Α.Α ν. 2882/2001).

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι μετά την πάροδο της άνω συνταγματικής προθεσμίας (δεκαοκτάμηνο) χωρίς την καταβολή της αποζημίωσης και συνεπώς μη συντέλεσης της απαλλοτρίωσης , η απαλλοτρίωση αυτή αίρεται ουσιαστικά ως προς την νομική κατάσταση του ακινήτου. Δηλαδή το ακίνητο απαλλάσσεται από το βάρος της απαλλοτρίωσης και αποβάλλει το χαρακτήρα του ως ρυμοτομούμενο ακίνητο (ΑΠ 67/1981 ΝοΒ 29. 1261).

Ο ιδιοκτήτης δε, που στερήθηκε το απαλλοτριούμενο ακίνητο πριν από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης , έχει δικαίωμα να ανακτήσει τη νομή του και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση , κατά τις γενικές διατάξεις, για το χρόνο που στερήθηκε την κατοχή του.

Η μη καταβολή της πλήρους αποζημίωσης της απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας εμποδίζει όχι μόνο τη μετάσταση της κυριότητας, αλλά και τη μετάσταση της νομής. Την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη πριν από την καταβολή αποζημίωσης προβλέπει ο συνταγματικός νομοθέτης στο άρθρο 17 παρ. 4 εδ. γʼ του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση , διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. Το Σύνταγμα, με τη διάταξη του αυτή, κατοχυρώνει κυρίως τη νομή του ιδιοκτήτη και καθιστά παράνομη κάθε ενέργεια εναντίον της.

Μήπως θέλετε να επικοινωνήσετε με το δικηγορικό γραφείο μας για κάποιο ζήτημα απαλλοτρίωσης ;

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Εάν σε προθεσμία δεκαοκτώ μηνών από την έκδοση της δικαστικής απόφασης δεν καταβληθεί η αποζημίωση ο ιδιοκτήτης μπορεί να επιτύχει την άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης