Ο χρόνος και ο τρόπος υπολογισμού της οριστικής μονάδας αποζημίωσης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αποζημίωση του ιδιοκτήτη ακινήτου που απαλλοτριώνεται.
Η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ της δίκης προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης για απαλλοτρίωση και της δίκης οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης είναι λογικό ότι μεταβάλλει την αξία του απαλλοτριούμενου ακινήτου.
Ο Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων περιέχει διατάξεις που θέτουν μικρές προθεσμίες για την ταχεία δίκη τόσο της προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης όσο και της δίκης οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης.
Ωστόσο οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν κυρώσεις για την παραβίαση των προθεσμιών. Πρακτικά δεν τηρούνται και δεν παράγουν αποτελέσματα.
Αυτό σημαίνει ότι ένα ακίνητο που απαλλοτριώνεται μπορεί να αποκτήσει μεγαλύτερη αξία κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της δίκης προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης και της δίκης οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης.
Στην περίπτωση αυτή ο ιδιοκτήτης του ακινήτου που απαλλοτριώνεται θα ζητήσει μεγαλύτερη αποζημίωση στη δίκη οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης.
Σημαίνει όμως ότι ένα ακίνητο μπορεί να υποστεί μείωση της αξίας κατά το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει μεταξύ της δίκης προσωρινής τιμής μονάδας αποζημίωσης και της δίκης οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης.
Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου του οποίου η αξία μειώθηκε στα χρόνια της επιδικίας θα λάβει με την οριστική τιμή αποζημίωση μικρότερη σε σύγκριση με την αποζημίωση που είχε οριστεί με την προσωρινή τιμή;
Λύση στο ζήτημα αυτό επιχειρείται με το πολύ πρόσφατο άρθρο 61 του νόμου 5016/2023, το οποίο τιτλοφορείται «Προσδιορισμός της αξίας απαλλοτριωμένου ακινήτου – Συμμόρφωση προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 13 Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων».
Με τη νέα αυτή διάταξη ο Έλληνας νομοθέτης τροποποίησε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 13§1 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Νόμος 2882/2001) προσθέτοντας την φράση «εφόσον αυτή υπερβαίνει την κατά τον χρόνο συζήτησης για τον προσωρινό προσδιορισμό αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου».
Κατόπιν αυτής της τροποποίησής, το άρθρο 13§1 του νόμου 2882/2001 περί Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων έχει πλέον διαμορφωθεί ως εξής:
«1. Η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης ή, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό, κατά το χρόνο της συζήτησης για τον προσδιορισμό αυτόν.
Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά τον χρόνο συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό, εφόσον αυτή υπερβαίνει την κατά τον χρόνο συζήτησης για τον προσωρινό προσδιορισμό αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου.
Ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, που προσδιορίζεται κυρίως από την αντικειμενική αξία, τα τιμήματα σε συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας ακινήτων, τα οποία συντάχθηκαν κατά το χρόνο της κήρυξης της απαλλοτρίωσης, καθώς και η πρόσοδος του απαλλοτριωμένου.».
Η τροποποίηση αυτή συνιστά την απόπειρα του Έλληνα Νομοθέτη να συμμορφωθεί προς την πρόσφατη απόφαση της 2ας.6.2022 «Υπόθεση Bacht AE κατά Ελλάδος», αρ. προσφυγής 49215/18, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο καταδικάστηκε για άλλη μια φορά για την μη πλήρη αποζημίωση ιδιοκτήτη ακινήτου που απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά.
Όπως είναι γνωστό η προστασία της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 17§2 του Ελληνικού Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι:
«1. H ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος.
2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης.
Av ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο.
Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό.
Στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης.
Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου.
3. H ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριουμένου μετά τη δημοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης, και μόνο εξαιτίας της, δεν λαμβάνεται υπόψη.
4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, που μπορεί να υποχρεωθεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να παράσχει για την είσπραξή της ανάλογη εγγύηση, σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος.
Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών. Με τον ίδιο νόμο μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζονται εκκρεμείς δίκες.
Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη.
Προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας είναι δυνατόν, με ειδική απόφαση του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για τον οριστικό ή προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου τμήματος της αποζημίωσης και της παροχής πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της αποζημίωσης, όπως νόμος ορίζει. Η δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις αυτές.
Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως.
Η αποζημίωση δεν υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος.
5. Νόμος ορίζει τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ικανοποίησης των δικαιούχων για την πρόσοδο, την οποία έχασαν από το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε έως το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης.
6. Όταν πρόκειται να εκτελεστούν έργα κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας, νόμος μπορεί να επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του Δημοσίου ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων.
O ίδιος νόμος καθορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους μιας τέτοιας απαλλοτρίωσης, καθώς και τα σχετικά με τη διάθεση ή χρησιμοποίηση, για δημόσιους ή κοινωφελείς γενικά σκοπούς, των εκτάσεων που απαλλοτριώνονται επιπλέον όσων είναι αναγκαίες για το έργο που πρόκειται να εκτελεστεί.
7. Νόμος μπορεί να ορίσει ότι για την εκτέλεση έργων με προφανή κοινή ωφέλεια υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οργανισμών κοινής ωφέλειας και δημόσιων επιχειρήσεων, επιτρέπεται να διανοιχθούν υπόγειες σήραγγες στο επιβαλλόμενο βάθος, χωρίς αποζημίωση, υπό τον όρο ότι δεν θα παραβλάπτεται η συνήθης εκμετάλλευση του υπερκείμενου ακινήτου.»
Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεσπίστηκε η γενική αρχή της ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας.
Από την ανωτέρω γενική αρχή προκύπτει ότι η στέρηση της ιδιοκτησίας θα πρέπει να υπάγεται σε αυστηρούς, γενικούς περιορισμούς και να επιβάλλονται προϋποθέσεις στο δικαίωμα του κράτους να ρυθμίζει τη χρήση της περιουσίας κατά το γενικό συμφέρον.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με τις αποφάσεις της 20ης.7.2017(Υπόθεση Πουλημένος κλπ. κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 41230/12), της 14ης.11.2019 (Υπόθεση Τσιγαράς κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 12576/12) και της 2ας.6.2022 (Υπόθεση Bacht AE κατά Ελλάδος, αρ. προσφυγής 49215/18) έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (προστασία της ιδιοκτησίας).
Ακολούυθως το ΕΔΔΑ επιδίκασε αποζημίωση για υλική ζημία και ηθική βλάβη στους ιδιοκτήτες ακινήτων που απαλλοτριώθηκαν, διότι επιβαρύνθηκαν δυσανάλογα, γεγονός που διέρρηξε τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας.
Το ζήτημα του κρίσιμου χρόνου που θα ληφθεί υπόψη για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση ακινήτου είχε απασχολήσει πολλές φορές τα Ελληνικά Δικαστήρια πριν φτάσει στο ΕΔΔΑ
Με την απόφαση υπ’ αριθμ. ΟλομΑΠ 14/2011(Υπόθεση Τσιγαρά) είχε κριθεί κατά πλειοψηφία, ότι «σε περίπτωση παρέλευσης έτους από τη συζήτηση της αίτησης περί προσωρινού προσδιορισμού της αποζημίωσης ή επί ασκήσεως απευθείας ενώπιον του εφετείου αίτησης για τον οριστικό προσδιορισμό, ως κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του απαλλοτριούμενου ακινήτου νοείται ο χρόνος της συζήτησης κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα αν το εφετείο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της.
Και τούτο, διότι κατά τη συζήτηση αυτή παγιοποιείται το αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και της δικαστικής έρευνας.
Έτσι, αν κατά την πρώτη συζήτηση διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη, η αξία του απαλλοτριούμενου ακινήτου θα υπολογισθεί με βάση το χρόνο αυτής της συζήτησης και όχι εκείνης που γίνεται μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης».
Ωστόσο κατά την ορθότερη άποψη της μειοψηφίας της ΟλΑΠ είχε κριθεί ότι «με τις διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και μετά από καταβολή αποζημίωσης, η οποία πρέπει να είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά τον χρόνο συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου της αίτησης καθορισμού (προσωρινού ή οριστικού σε περίπτωση παράλειψης του προσωρινού ή παρέλευσης έτους από τον χρόνο συζήτησης για τον προσωρινό προσδιορισμό).
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη διασφάλιση του σκοπού [του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ], που είναι ο καθορισμός πλήρους αποζημίωσης, κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος κατά τον οποίο συζητείται η υπόθεση και ακολούθως ερευνάται η ουσία της και όχι αυτός κατά τον οποίο εκφωνήθηκε η υπόθεση και ακολούθως αναβλήθηκε από το πινάκιο ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, όπως έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης.
Και τούτο, διότι η νέα διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ γ` του Συντάγματος έχει ως δικαιολογητικό λόγο τη θέση ότι κρίσιμος χρόνος καθορισμού της αποζημίωσης δεν πρέπει να είναι κατ` ανάγκην ο χρόνος της πρώτης συζήτησης, αλλά εκείνος που βρίσκεται εγγύτερα στο χρόνο της καταβολής.»
Ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωμένου ακινήτου που αφορούσε η ως άνω υπόθεση προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, το οποίο έκρινε με την απόφαση της 14ης.11.2019 – Τσιγαράς κατά Ελλάδας, ότι αφού από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό μέχρι την τελευταία μετ’ απόδειξη συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό είχαν περάσει τέσσερα έτη, το δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη του τα στοιχεία που καθιστούσαν πλέον την αποζημίωση μη ανάλογη με την αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως.
Συνεπώς, ο προσφεύγων επιβαρύνθηκε δυσανάλογα, γεγονός που διέρρηξε τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας.
Κατόπιν τούτου, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της σύμβασης και καθόρισε την αποζημίωση με βάση τη μεγαλύτερη αξία των ακινήτων κατά το χρόνο εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως για τον οριστικό προσδιορισμό.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ δέχτηκε ως ορθότερη την άποψη της μειοψηφίας της ΟλΑΠ 14/2011.
Κατά τον ίδιο τρόπο είχε αποφανθεί το ΕΔΔΑ και στην απόφαση της 20ης.7.2017 – Πουλημένος κλπ. κατά Ελλάδας.
Με την πιο πρόσφατη απόφαση της 2ας.6.2022 Bacht AE κατά Ελλάδας, το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της σύμβασης και υπολόγισε την οφειλόμενη στον προσφεύγοντα αποζημίωση με βάση τον υψηλότερο προσωρινό προσδιορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης, παρότι η προσδιορισθείσα πρώτη δικάσιμος για τον οριστικό προσδιορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης ήταν μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση του προσωρινού προσδιορισμού.