Ο ιδιοκτήτης που υφίσταται ουσιώδη στέρηση χρήσης ακινήτου σε προστατευόμενη ζώνη δικαιούται να υποβάλλει αίτηση αποζημίωσης προς τη Διοίκηση.
Πρόκειται για την περίπτωση που είχαμε δει και σε προηγούμενη ανάρτησή μας, όπου ένα ακίνητο χαρακτηρίζεται ως προστατευόμενο για το φυσικό του κάλλος, για την ξεχωριστή του πανίδα, ή για την πολιτιστική του αξία λόγω αρχαιολογικών ευρημάτων κλπ, χωρίς όμως το ακίνητο αυτό να απαλλοτριώνεται. Η δέσμευση του ακινήτου συνίσταται σε περιορισμούς ως προς την επιτρεπόμενη χρήση (πχ δεν επιτρέπεται η ανέγερση κτίσματος) ή την επιτρεπόμενη εκμετάλλευση (πχ δεν επιτρέπονται οι συνήθεις για την υπόλοιπη περιοχή μορφές εκμετάλλευσης του ακινήτου).
Σε μία τέτοια περίπτωση ο ιδιοκτήτης του δεσμευμένου ακινήτου θα πρέπει να υποβάλει αίτηση αποζημίωσης προς τη Διοίκηση αναφέροντας ότι θεωρεί ιδιαιτέρως επαχθή για τον ίδιο τη στέρηση της χρήσης ή τη στέρηση της εκμετάλλευσης που υφίσταται και να αιτηθεί αποζημίωση προσδιορίζοντας και το είδος και το ύψος αυτής.
Εφόσον υποβληθεί αίτηση, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να διαπιστώσει την τυχόν δέσμευση της χρήσης ή της εκμετάλλευσης του ακινήτου και τη μορφή της αποζημίωσης που δικαιούται ο ιδιοκτήτης.
Εάν η Διοίκηση αδρανήσει ή απορρίψει την αίτηση, ο ιδιοκτήτης πρέπει να ακολουθήσει τη δικαστική οδό.
Ας τα δούμε όλα αυτά και μέσα από ένα τυπικό απόσπασμα σχετικής δικαστικής απόφασης για την υποχρέωση του ιδιοκτήτη να υποβάλει αίτηση αποζημίωσης λόγω στέρησης χρήσης :
Κατά την έννοια του άρθρου 22 ν. 1650/1986 στο θιγόμενο ιδιοκτήτη παρέχεται η δυνατότητα να επιδιώξει με αίτηση προς τη Διοίκηση την αναγνώριση ότι έχει επέλθει ουσιώδης στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας του κατά τον προορισμό της και, περαιτέρω, τον καθορισμό του τρόπου της αποζημίωσής του με την ανταλλαγή της έκτασής του με έκταση του Δημοσίου ή την παραχώρηση κατά χρήση δημόσιας έκτασης σε παραπλήσια περιοχή για ανάλογη χρήση ή εκμετάλλευση ή την καταβολή εφάπαξ ή περιοδικής αποζημίωσης ή τη μεταφορά συντελεστή δόμησης σε άλλη ιδιοκτησία.
Η Διοίκηση υποχρεούται να εξετάσει το σχετικό αίτημα και, αφού λάβει υπόψη την κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος επιβαλλόμενη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, να κρίνει εάν με τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης έχει επέλθει ουσιώδης στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας σε σχέση με τον προορισμό της, ενόψει και του ισχύοντος στην περιοχή χωροταξικού και πολεοδομικού καθεστώτος και εάν συντρέχει περίπτωση να χορηγηθεί στο θιγόμενο ιδιοκτήτη ένα από τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 1650/1986 αντισταθμίσματα.
Αν η Διοίκηση διαπιστώσει ότι πράγματι συντρέχει τέτοια περίπτωση και ότι δεν είναι δυνατή η ανταλλαγή της έκτασης με έκταση του Δημοσίου ή η παραχώρηση κατά χρήση δημόσιας έκτασης σε παραπλήσια περιοχή ή η μεταφορά συντελεστή δόμησης σε άλλη ιδιοκτησία, έχει την υποχρέωση να καθορίσει το ύψος της οφειλόμενης χρηματικής αποζημίωσης και τον τρόπο καταβολής.
Ως εκ τούτου, απαιτείται οπωσδήποτε η υποβολή εκ μέρους του θιγόμενου ιδιοκτήτη αιτήσεως στη Διοίκηση, η οποία, ύστερα από στάθμιση των σχετικών δυνατοτήτων, είτε δέχεται το αίτημα, επιλέγοντας τον τρόπο αποζημιώσεως, είτε απορρίπτει αυτό με πράξη αυτοτελώς προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση η παράλειψη της Διοικήσεως, εν προκειμένω του Υπουργού ΠΕΚΑ και του Υπουργού Οικονομικών, να εκφέρει κρίση περί του εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 1650/1996 στην επίδικη περίπτωση και περαιτέρω, εάν αποδέχεται τον συγκεκριμένο τρόπο αποζημιώσεως, αν αυτό είναι δυνατό υπό τα νομικά και πραγματικά δεδομένα της υποθέσεως, είτε σε αντίθετη περίπτωση επιλέγοντας έναν από τους λοιπούς εκ των προβλεπόμενων τρόπων, κατά τη σχετική κρίση της, που πρέπει να αιτιολογείται και ως προς την επιλογή του τρόπου αποζημιώσεως, είναι αυτοτελώς προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως, η οποία ασκείται παραδεκτώς.
4 Comments
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.